Θέλω να πάω σε ένα μέρος.
Που δεν θα υπάρχουν όλα αυτά.
Δεν θα υπάρχουν όλα αυτά.
Θα υπάρχει μόνο ένα.
Και αυτό το ένα θα είναι τα πάντα.
Θα το ξέρει. Μα δε θα το νοιάζει. Δεν θα υπάρχει κάτι άλλο για να το αμφισβητήσει.
Γιατί και το άλλο ένα θα είναι.
Θέλω να πάω. Σε ένα μέρος όπου άγγελοι και δαίμονες θα έχουν συμφιλιωθεί και θα παίζουν μπάλα με τα αστέρια. Όταν αυτά στοιβάζονται, θα υπάρχει φως. Όταν σκορπίζονται, σκοτάδι. Τότες, θα πλάθουν ιστορίες για το Καλό που υπηρετεί το Φως και το Κακό που φέρνει Σκοτάδι.
Θέλω να πάω σε ένα μέρος που η Ύλη δεν έχει νόμους, μήτε προξενεί φόβους. Θέλω να καώ στη φωτιά, να πνιγώ στο νερό, να θαφτώ στο χώμα, να παρασυρθώ απ’ τον αέρα. Έπειτα να πάρω το πινέλο και να τα σμίξω. Να ανακατευτούν αρμονικά.
Το βλέπω κάποτε στα όνειρά μου. Και μετά ξανακοιμάμαι.
Το βλέπω. Σε βλέπω. Μοιάζουμε. Και όταν πια είμαστε ίδιοι, πανομοιότυποι αστέρες, τότε θα πάψουν να υπάρχουν όλα αυτά.
Τότε θα πάψει να υπάρχει το μέρος. Από μέρος θα γενεί ολόκληρο.
Ο Νους ρωτά. Πώς; Πότε; Πού;
Η ψυχή απαντά κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο.
Εδώ και τώρα.
Εδώ και τώρα.
Εδώ και τώρα.
Θέλω να πάω. Εδώ. Και Τώρα.
Maria Hadjistylli