Άνθρωπε! Άνθρωπε πολυμήχανε, πολυπράγμονα, δημιουργέ και μάχημε.
Κατά Θεού εικόνα και ομοίωση.
Εσύ που κατάφερες να κατακτήσεις, να κτίσεις, να κυριαρχήσεις σε τούτη εδώ την ιερή γη.
Εσύ που υπερπήδησες τα μέγιστα δεινά, που δάμασες κήτη ξηράς και θάλασσας, που επιβίωσες από γεγονότα κοσμοϊστορικά, που διέσχισες εκτάσεις, ωκεανούς και αιθέρες.
Ναι εσύ! Πες μου, γιατί έπαψες να ελπίζεις;
Το σώμα σου έμαθες καθημερινά να πλένεις και να ξεπλένεις από τη βρωμιά του δρόμου και του κόπου.
Γιατί, άνθρωπε, έπαψες την ψυχή να καθαρίζεις από τα σκουπίδια του νου;
Σαν ανατείλει και το φως διαδεχτεί το σκοτάδι, την πόρτα σου, άνθρωπε, ανοίγεις. Καθημερινώς, με συχνότητα και ρυθμό. Για μπαίνεις, για βγαίνεις.
Γιατί, άνθρωπε, την πόρτα της καρδιάς κρατάς ερμητικά κλειστή;
Εσύ δεν είσαι που τη γη σκάλισες, το χώμα έπλασες και με καλλιτεχνική μαεστρία δημιούργησες οικοδομήματα και ευφάνταστες πολιτείες;
Γελάστηκες, άνθρωπε και νόμισες τον εαυτό σου για τον ανώτερο δημιουργό; Πώς έπαψες, άνθρωπε, τη γη που κάποτε αποκάλεσες μάνα, να την νοιάζεσαι; Πώς τώρα την κακοποιάς;
Με νου, μελέτη και εργασία, έφτιαξες τεχνολογία, μηχανές, εργαλεία.
Μα μπέρδεψες, άνθρωπε, το μέσο με τον σκοπό και τώρα αυτά υπηρετάς. Το χρήμα είδες για Θεό.
Έβαλες παντού καθρέφτες για να κοιτάς πιο καθαρά, πολυπλευρικά. Μα είδες το είδωλό σου και το λάτρεψες. Γιατί, άνθρωπε, κοιτάς με μάτια που δεν βλέπουν την αλήθεια;
Δεν απαντάς, άνθρωπε. Για κάθισε δίπλα μου.
Κλείσε τις πόρτες και τις βρύσες, άσε κάτω τα δημιουργήματά σου, πάψε να μετράς το χρήμα σου, σκέπασε τους καθρέφτες σου.
Μονάχα έλα και κάθισε δίπλα μου.
Τώρα, πες μου, άνθρωπε. Πάρε μια ανάσα και πες μου, γιατί έπαψες να ελπίζεις;
– Εγώ………..
by Maria Hadjistylli