Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει.
Κόσμος πάει και έρχεται.
Μα πουθενά ο άνθρωπος.
Μονάχα πρόσωπα.
Νεανικά, γέρικα.
Σκεπτικά, ανέκφραστα.
Διαφορετικά. Μα συνάμα ίδια.
Κόσμος μπαίνει.
Άλλοι βιάζονται, άλλοι κοντοζυγώνουν.
Κοιτάνε, μα δεν βλέπουν.
Μιλάνε, μα δεν ακούνε.
Αγοράζουν, μα δεν εκτιμούν.
Δουλεύουν, μα δεν εργάζονται.
Κάνουν, μα δεν πράττουν.
Σκέπτονται, δίχως να συνειδητοποιούν.
Υπάρχουν, μα δεν βιώνουν.
Κόσμος βγαίνει.
Πάντα ο ίδιος με δαύτον που μπαίνει.
Κι έπειτα. Πού πάει; Ποιον δρόμο επιλέγει;
Κοσμοσυρροή.. και ψηλά ένας ουρανός.
Και αυτός πάντα ίδιος. Αναστενάζει και αναρωτιέται.
«Θα με κοιτάξει ποτέ κανείς;»
Ψάχνει. Ελπίζει για ένα βλέμμα, μια αφύπνιση.
«Κάπου θα βρίσκεται ο Άνθρωπος!»
Περιμένει υπομονετικά. Και πλάθει όνειρα.
Με ανθρώπους που έχουν μάτια μόνο για αυτόν.
Με ανθρώπους που ζούνε για το απέραντο χρώμα του.
By Maria Hadjistylli